μολοσσοπύρριχος

μολοσσοπύρριχος
μολοσσοπύρρῐχος (sc. πούς), , the foot [pron. full] ¯ ¯ ¯ ?μολοσσοπύρριχοςX?μολοσσοπύρριχοςX, Diom.p.481 K.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • μολοσσοπύρριχος — μολοσσοπύρριχος, ὁ (Α) (ενν. πούς) μετρικός πους που σύγκειται από μολοσσό και πυρρίχιο, δηλαδή ∪ ∪. [ΕΤΥΜΟΛ. < μολοσσός + πυρρίχιος «είδος μέτρου»] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”